Για να ανατρέψεις την πραγματικότητα, πρέπει και να… τη γνωρίζεις (κριτική στις θέσεις του ΚΚΕ και του ΝΑΡ γύρω από το ζήτημα του ιμπεριαλιστικού πολέμου)




Η Αφορμή

Πριν από μερικά χρόνια, ακόμα και οι λέξεις ιμπεριαλισμός και εξάρτηση ήταν αφορισμένες από το λεξιλόγιο της Αριστεράς. Το λαϊκό κίνημα στη χώρα μας, αν και πληττόταν (και συνεχίζει) 
συνεχώς από τον ιμπεριαλιστικό παράγοντα, «άκουγε» για αντιιμπεριαλιστική πάλη, μόνο όταν γινόταν κάποια επέμβαση ή στις επετείους της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Τα τελευταία χρόνια, η όξυνση της κρίσης, οι ανταγωνισμοί για το ξαναμοίρασμα του κόσμου και οι συνεχόμενοι πόλεμοι (ιδιαίτερα σε Ουκρανία και Συρία) έχουν αναγκάσει την αριστερά (ακόμα και κομμάτια του α/α χώρου) να ξανατοποθετηθούν γύρω από το ζήτημα του ιμπεριαλισμού. «Το πράγμα ξανάρχεται στα ίσια του» θα μπορούσε να πει κάποιος. Δεν είναι καθόλου έτσι, αφού φαίνεται από τις τοποθετήσεις τους, ότι συνεχίζουν να αγνοούν (ή «αγνοούν») τα πραγματικά χαρακτηριστικά του κόσμου, άρα τις αιτίες του πολέμου και συνεπώς και τα καθήκοντα του λαϊκού κινήματος. Φυσικά αυτά πάνε χέρι-χέρι με την αντίληψή τους γύρω από τη θέση και τον ρόλο της χώρας μας. Ας δούμε όμως κάποιες συγκεκριμένες απόψεις.


ΚΚΕ: «ο πόλεμος των Μονοπωλίων»

Αυτό, που βασικά χαρακτηρίζει τον λόγο του ΚΚΕ γύρω από το ζήτημα, είναι η ανάγκη ενίσχυσης της «αντιμονωπωλιακής» κατεύθυνσης. Λέει, ότι αναγνωρίζει την όξυνση της ενδοϊμπεριαλιστικής κόντρας για το ξαναμοίρασμα του κόσμου και καταλήγει, ότι οι πόλεμοι γίνονται «για την ανάκαμψη των κερδών των επιχειρηματικών ομίλων και των μονοπωλίων». Από την αμερικάνικη επέμβαση στο Ιράκ μέχρι τη διχοτόμηση της Ουκρανίας και τη σημερινή κατάσταση στη Συρία, το ΚΚΕ βλέπει προσπάθειες «διόγκωσης των καπιταλιστικών κερδών και μπίζνες». Μονοπώλια, γενικά και αόριστα, τα οποία παρεμβαίνουν στην περιοχή και προσπαθούν να ελέγξουν τις ενεργειακές πηγές και δρόμους. Έτσι θα ήταν τα πράγματα, αν δεν υπήρχε η εθνική-κρατική βάση πάνω στην οποία συγκροτείται το σύστημα. Αν η ίδια η δράση των μονοπωλίων δεν καθοριζόταν και περιοριζόταν στα πλαίσια του συλλογικού καπιταλιστή, στον οποίο «υπόκειται». Δηλαδή στο εκάστοτε ιμπεριαλιστικό κράτος, που είναι εκείνο, το οποίο με τον στρατό του, κάνει τον πόλεμο. Και τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις ενός ιμπεριαλιστικού κράτους δεν αρχίζουν ούτε τελειώνουν στην (πραγματική) ανάγκη για αύξηση των κερδών ενός μονοπωλίου. Πηγάζουν από τις ανάγκες και τις στρατηγικές που χαράσσει κάθε ιμπεριαλιστικό κράτος (πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές). Έτσι, η εκστρατεία (που ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘90) για την επέκταση των Αμερικάνων προς τις χώρες της ανατολής (Βαλκάνια, χώρες της βαλτικής, Ιράκ κ.λπ.) είχε πρώτα και κύρια το στοιχείο του «κερδίσματος εδάφους» απέναντι σε μια δύναμη (τη Ρωσία), που σε στρατιωτικό επίπεδο -κατά βάση λόγω του πυρηνικού οπλοστασίου που διαθέτει- θα μπορούσε να αμφισβητήσει τον στόχο των ΗΠΑ για παγκόσμια κυριαρχία. Αντίστοιχα, οι πόλεμοι στην Ουκρανία και στη Συρία υπηρετούν πρώτα και κύρια γεωστρατηγικούς σκοπούς. Κι αυτό γιατί η μια χώρα βρίσκεται στη «γειτονιά» της Ρωσίας και η άλλη είναι η μόνη διέξοδός της (μέσω της στρατιωτικής αεροπορικής βάσης στη Λαττάκεια) προς τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Με την ανάλυσή του, το ΚΚΕ, γύρω από την επικέντρωση στο οικονομικό κομμάτι του ανταγωνισμού, όχι μόνο δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί οι στρατοί που συγκρούονται, δεν φέρουν τις σημαίες της BP (και γιατί όxι τηςShell;) και της Gazprom, αλλά και να συνδέσει τα πολεμικά μέτωπα και να αναδείξει τη συνολική αντιπαράθεση των ιμπεριαλιστών για κυριαρχία. Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτησή του γύρω από το Ουκρανικό, όπου σύμφωνα με το ΚΚΕ, Δύση και Ρωσία παρεμβαίνουν σε μια ενδοαστική αντιπαράθεση. Επίσης, η αναγνώριση του Συριακού ΚΚ ως κομματιού του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, το οποίο βλέπει «τη ρώσικη επέμβαση στη Συρία να παίζει σημαντικό ρόλο αντίστασης στην επιθετικότητα του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού». Πράγμα διόλου παράξενο, αν αναλογιστείς τις θέσεις «παλιότερων» συνεδρίων (16ου), που χαρακτηρίζουν την Κίνα και τη Ρωσία σαν «αντίρροπες δυνάμεις στην παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ».

Συνοψίζοντας, η οικονομική διάσταση του ανταγωνισμού είναι υπαρκτή και σημαντική. Ακόμα και αυτή γίνεται όμως στα πλαίσια της αντιπαράθεσης των ιμπεριαλιστικών κρατών. Φυσικά, με την κατάκτηση μιας αγοράς από τον ιμπεριαλιστή, τα μονοπώλιά του κερδίζουν. Το πρόβλημα είναι η παραδοχή, ότι παντού υπάρχει μονοπωλιακός καπιταλισμός, άρα όλα τα κράτη είναι ιμπεριαλιστικά. Και το κριτήριο ισχύος για την κατάταξη στην «ιμπεριαλιστική πυραμίδα» είναι μόνο η οικονομική ανάπτυξη της χώρας, χωρίς να παίρνονται υπόψιν τα στρατιωτικά μεγέθη. Με αυτή την ανάλυση, το ΚΚΕ δεν μπορεί να εξηγήσει την αδυναμία παρέμβασης του γερμανικού ιμπεριαλισμού στα πολεμικά μέτωπα, σε αντιδιαστολή με τον αναβαθμισμένο ρόλο που έχει η Ρωσία. Και βέβαια δεν μπορεί να αναγνωρίσει, ότι η βασική αντίθεση είναι μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας. Έτσι, με το θεωρητικό σχήμα της αλληλεξάρτησης, που έχει υιοθετήσει, φτάνουμε να ακούμε, ότι «το ΝΑΤΟ ήρθε στο Αιγαίο για να στηρίξει την Τουρκία στην αντιπαράθεσή της (!) με τη Ρωσία». Τέλος, η τοποθέτηση του ΚΚΕ για τη θέση της χώρας την κατατάσσει σε μια ενδιάμεση ιμπεριαλιστική χώρα. Αποφεύγει, δηλαδή, με κάθε τρόπο (στο όνομα της «αντικαπιταλιστικής καθαρότητας») να θέσει το ζήτημα της εξάρτησης, άρα να καταδείξει στον λαό τον διπλό εχθρό που αντιμετωπίζει και να εξηγήσει την ουσία των τυχοδιωκτικών και επικίνδυνων επιλογών της ελληνικής αστικής τάξης (συνεργασία με Ισραήλ και Αίγυπτο, παραχώρηση βάσεων) στα πλαίσια της υπηρεσίας της στον ιμπεριαλισμό.

ΝΑΡ: συνεχίζει στο φάντασμα των ολοκληρώσεων και της παγκοσμιοποίησης

Είναι γεγονός, ότι πρόκειται για μια πολιτική δύναμη, που κατά καιρούς είχε (και συνεχίζει να έχει) βρεθεί σε αμηχανία στο να εξηγήσει τα πολεμικά μέτωπα, που ανοίγονται. Η υιοθέτηση της αστικής αντίληψης περί παγκοσμιοποίησης και ολοκληρώσεων σαν ένα νέο στάδιο του συστήματος, στο οποίο ο καπιταλισμός με τη δράση του (κύρια μέσω των πολυεθνικών μονοπωλίων) φτάνει «να εκφράσει την κοινωνική τάση-αναγκαιότητα για κατάργηση των συνόρων και παγκόσμια κυριαρχία» είναι το κύριο στοιχείο της ανάλυσής του. Ως επιχείρημα αυτής της διαδικασίας προέβαλλε την ΕΕ σαν το παράδειγμα «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», το οποίο «είναικάτι περισσότερο από ένωση κρατών αλλά πάντα κάτι λιγότερο από ενιαίο υπερ-κράτος».Με αυτό το σκεπτικό, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις όχι μόνο δεν οξύνονται αλλά εξαλείφονται. Άντε όταν εμφανίζονται τέτοιες, να είναι υπό τη μορφή «ενδοκαπιταλιστικών (!)αντιθέσεων»... Όσο για την ανάλυση για τους πολέμους και τις επεμβάσεις, αυτοί γίνονταν από τις πολυεθνικές για την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών του 3ου κόσμου. Μόνο που τα πράγματα δεν ήταν (και δεν είναι) καθόλου έτσι. Γιατί η παγκοσμιοποίηση ήταν ο ιδεολογικός μανδύας που χρησιμοποίησε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, για να «ντύσει» την επέκτασή του προς την ανατολή και δικαιολογήσει τα σχέδιά του για παγκόσμια κυριαρχία. Όπως και η λεγόμενη «ενοποίηση της Ευρώπης» δεν φανερώνει κάποιο νέο στάδιο, στο οποίο μπαίνει ο καπιταλισμός, αλλά την ανάγκη των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών να έχουν ένα όχημα αντιπαράθεσης με τους υπόλοιπους, αλλά και μια αγορά από εξαρτημένες χώρες, τις οποίες θα εκμεταλλεύονται. Βέβαια, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, ακόμα και στο εσωτερικό της ΕΕ, το στοιχείο που υπερτερεί, είναι εκείνο της αντιπαράθεσης των ιμπεριαλιστών μεταξύ τους (Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία) και η προσπάθειά του καθένα να κινηθεί αυτόνομα, τόσο στο οικονομικό όσο και στο στρατηγικό επίπεδο. Δεν περάσαμε, λοιπόν, σε κανένα «νέο στάδιο του καπιταλισμού, όπου τα σύνορα και τα έθνη τείνουν να ξεπεραστούν», όπου «το κεφάλαιο είναι ενιαίο και διεθνοποιημένο και δεν δρα με την κρατική μορφή, αλλά με τη μορφή ολοκληρώσεων και πολυεθνικών». Το αντίθετο θα λέγαμε: συνεχίζουμε να ζούμε στην εποχή του ιμπεριαλισμού, μάλιστα με κυρίαρχες τάσεις όχι την «κατάργηση του κράτους» στο όνομα των πολυεθνικών συμφερόντων του, αλλά την ισχυροποίησή του (στρατιωτικά και οικονομικά). Και αυτό συμβαίνει γιατί με την αυτήν τη μορφή (την κρατική), μια ιμπεριαλιστική αστική τάξη μπορεί να επιβάλλει (με στρατιωτικούς βασικά όρους) την επέκταση της δράσης της στις εξαρτημένες χώρες. Ποιος στρατός, ποιας πολυεθνικής υπερασπίστηκε τις κινέζικες εταιρίες, που είχαν επενδύσει στη Λιβύη και ναυάγησαν μετά την επέμβαση των Δυτικών; Αναδεικνύεται, άλλη μια φορά, ότι για να μπορείς να ελέγξεις μια αγορά και να υπερασπίσεις την κυριαρχία σου σε αυτή, πρέπει να έχεις και τον ανάλογο αστικό στρατό.

Αυτή του η ανάλυση διακατέχει και τις σημερινές του τοποθετήσεις παρά την προσπάθειά του να την σουλουπώσει, προκειμένου να ανταποκρίνεται περισσότερο στην πραγματικότητα. Από το γεγονός της υπερτόνισης του ρόλου της ΕΕ στο Ουκρανικό μέτωπο (χωρίς να βλέπει τις φανερές αδυναμίες ιδιαίτερα της Γερμανίας), σε σημείο που να εξαλείφει τελείως την αμερικάνικη παρέμβαση, μέχρι την εξαφάνιση της ρώσικης επέμβασης στην ανατολική Ουκρανία, το ΝΑΡ αδυνατεί να αντικρίσει τον πραγματικό χαρακτήρα της αντιπαράθεσης. Αντίστοιχα, αποκρύπτει τα συμφέροντα που θέλει να υπερασπίσει ο ρώσικος ιμπεριαλισμός με τους βομβαρδισμούς του στη Συρία. Μάλλον αυτό μπορεί να προκύπτει από την ανάλυση περί «επιτιθέμενου και αμυνόμενου» ή από το γεγονός ότι βλέπει τη Ρωσία σαν έναν εν δυνάμει εμπορικό σύμμαχο στα πλαίσια της εφαρμογής του μεταβατικού προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μάλλον το σύνθημα «οι λαοί δεν έχουν ανάγκη από προστάτες» είναι παρωχημένο, αν μπορούμε να εκμεταλλευτούμε τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις προς όφελός μας. Όσον αφορά τη θέση της χώρας, μας έχει κάνει διάφορες ακροβασίες, προκειμένου να προσαρμόσει την πραγματικότητα στις θέσεις του. Από την ιμπεριαλιστική Ελλάδα στην οικονομική κατοχή της χώρας από ΕΕ-ΔΝΤ, δεν μπορεί να αναδείξει το βάθος της εξάρτησης και τα καθήκοντα που βάζει για τον λαό μας, επιλέγοντας να ονειροβατεί στις δυνατότητες εφαρμογής αντικαπιταλιστικών/μεταβατικών προγραμμάτων.

Συμπέρασμα

Είναι γεγονός, ότι αποτελεί βασικό όρο και καθήκον για την Αριστερά που θέλει να έχει αναφορά στο κίνημα, να μπορεί να αναγνωρίζει τον κόσμο, στον οποίο ζει. Για αυτόν τον λόγο πιστεύουμε η κάθε αντιπαράθεση δεν έχει χαρακτήρα ακαδημαϊκό. Συνδέεται άμεσα με την αποκάλυψη στον λαό των πραγματικών χαρακτηριστικών του συστήματος και τα άμεσα καθήκοντα που μπαίνουν στο κίνημα. Είναι γεγονός, ότι οι λαοί (και φυσικά και ο δικός μας) την έχουν πληρώσει ακριβά από τις αναλύσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς. Χαρακτηριστικό το «σοκ» που υπέστη από το ξέσπασμα της κρίσης στην χώρα μας, ενώ την ίδια στιγμή άκουγε για την «ισχυρή Ελλάδα», τη «βαριά βιομηχανία του τουρισμού» κ.λπ., τόσο από τις αστικές όσο από τις αριστερές δυνάμεις. Είναι ερώτημα και για τις δύο δυνάμεις αυτές να μας πουν πότε και με ποιον τρόπο η ελληνική αστική τάξη «έσπασε» για λογαριασμό της τα δεσμά της εξάρτησης της και «αφέθηκε» να περάσει στο (ενδιάμεσο) ιμπεριαλιστικό της στάδιο. Γίνεται φανερό και σήμερα, ότι οι αναλύσεις αυτών των δυνάμεων δεν μπορούν να «διαβάσουν» τις εξελίξεις και δημιουργούν σύγχυση στον λαό μας για το τι αντιμετωπίζουμε. Η ενίσχυση της αντιιμπεριαλιστικής κατεύθυνσης στο κίνημα, που θα ενώνει τους λαούς της περιοχής σε ένα κοινό μέτωπο ενάντια στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό, που δεν θα ψάχνει κανένα προστάτη για να το κατορθώσει, είναι σημαντικός όρος για το προχώρημα και την πολιτικοποίηση του κινήματος.

Έναυσμα τεύχος 45

Σχόλια